- Μουριές
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 798 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουριών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Mouries — Μουριές Location … Wikipedia
μορεώνας — ο τόπος με πολλές μουριές, φυτεία από μουριές, μορεοφυτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορέα + κατάλ. ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, μελισσ ώνας)] … Dictionary of Greek
συκαμινοακάνθινος — ον, Α 1. αυτός από τον οποίο φύονται μουριές και αγκάθια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συκαμινοακάνθινον φράχτης με μουριές και αγκάθια στα διάκενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινον + ἄκανθος + κατάλ. ινος] … Dictionary of Greek
Moudania (Gemeinde) — Stadtgemeinde Moudania Δήμος Μουδανιών (Μουδανιά) … Deutsch Wikipedia
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
μορεοφυτεία — η φυτεία από μουριές … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek